- ιππαρχώ
- ἱππαρχῶ, -έω (Α) [ίππαρχος)1. (μτβ. και αμτβ.) είμαι ίππαρχος, διοικώ ιππικό2. παθ. ίππαρχοῡμαι, -έομαιυπηρετώ υπό τις διαταγές ιππάρχου («ἱππαρχεῑν ἱππαρχηθέντα, στρατηγεῑν στρατηγηθέντα καὶι ταξιαρχήσαντα», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.